χρέμης

χρέμης
ὁ, Α
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις*
2. ως κύριο όν. Χρέμης
(στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ- τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. -ης, -ητος (πρβλ. πλάν-ης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χρέμης — nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητα — Χρέμης neut nom/voc/acc pl Χρέμης masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητα — χρέμης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητες — Χρέμης masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητες — χρέμης fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητι — Χρέμης dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητι — χρέμης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητος — Χρέμης gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητος — χρέμης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”